Βραχωρίτικο*

  Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι, όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά…   Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα, στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά, σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά. … Continue reading Βραχωρίτικο*